Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΑΣ ΤΟΠΟΣ

Καλωσορίσατε στον τόπο μας. Στη Λάγκα. Η Λάγκα είναι ένα χωριό χωμένο μέσα στο δάσος, στους πρόποδες των Οντρίων και ταυτόχρονα του Γράμμου, σε ένα απαράμιλλης ομορφιάς τοπίο, στην Καστοριά. Σε όλους εσάς που παρακολουθείτε συστηματικά ή όχι τα τεκτενόμενα του χωριού μας, σας εύχομαι καλή περιήγηση. Το blog αυτό είναι καθαρά λαογραφικό και περιγραφικό τόσο της σύγχρονης όσο και της παλιάς ζωής της Λάγκας. Γιατί δεν πρέπει να χαθούν οι παραδόσεις και η ιστορία μας. Χωρίς αυτά, χωρίς να γνωρίζουμε την κληρονομιά μας, δεν μπορούμε να υπάρχουμε σαν ξεχωριστοί άνθρωποι, σαν συγχωριανοί και πηγαίνοντας πιο μακριά, ακόμα και σαν έθνος.
Καλωσορίσατε λοιπόν και ελάτε να κάνουμε βόλτα μαζί στη Λάγκα του πριν και του τώρα...

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

ΒΑΦΤΙΣΗ- ΕΘΙΜΑ ΛΑΓΚΑΣ


         Όταν πλησίαζε ο συμφωνημένος χρόνος της βάφτισης, γινόταν γνωστό στο χωριό το γεγονός 
           από στόμα σε στόμα. Έτσι κι αλλιώς ήταν όλοι οι κάτοικοι του χωριού καλεσμένοι.

     Νονός (νούνος όπως έλεγαν στο χωριό), ήταν αυτός που είχε στεφανώσει το ζευγάρι. Μάλιστα, κατά παράδοση, ήταν ο ίδιος, ή κάποιος από την οικογένειά του που βάφτιζε και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας. Αυτό τότε ήταν πολύ εύκολο, γιατί οι υποχρεώσεις του νουνού δεν ήταν μεγάλες, και έχαιρε του πλήρους σεβασμού από πλευράς της οικογένειας.
     Την καθορισμένη λοιπόν ώρα της βάφτισης, ο πατέρας του μωρού με τη μητέρα του (την πεθερά της νύφης) πήγαιναν το μικρό στην εκκλησία. Η μητέρα έμενε πίσω στο σπίτι και ασχολούνταν με το εορταστικό τραπέζι. Δεν πήγαινε στην εκκλησία.

Εκεί, περίμενε ο νούνος, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να έχει το λαδόπανο και μια καινούρια φορεσιά για το βαφτιστήρι του. Φυσικά και το κερί. Έναντι λαμπάδας, αφού τότε δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα, αλλά δεν υπήρχαν και λαμπάδες. Παραλάμβανε το μωρό, και του έδινε όποιο όνομα ήθελε. Πολύ σπάνια υπήρχε συνεννόηση με τους παππούδες ή τους γονείς. Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι δεν έδινε ονόματα παππούδων ή γιαγιάδων εν ζωή στα παιδιά, γιατί υπήρχε η πίστη ότι αφού βρέθηκε ο αντικαταστάτης, ο παππούς ή η γιαγιά ήρθε η ώρα να πεθάνει. Οπότε ο νονός έβγαζε ό, τι όνομα ήθελε, και αν είχε επιλογή, κάποιου παππού ή γιαγιάς που είχαν αποδημήσει.
Μόλις λοιπόν ο παπάς άκουγε το όνομα και το φώναζε, τα παιδιά που βρίσκονταν τριγύρω έτρεχαν κατευθείαν στον πατέρα και φωνάζοντας το όνομα του παιδιού, ζητούσαν τα σχαρίκια, τα νομίσματα που τους έδινε ο πατέρας για να τα ευχαριστήσει που του γνωστοποίησαν το όνομα. Κατά τη διάρκεια της τελετής, το μωρό κουρεύονταν για πρώτη φορά, αφού ως τότε απαγορεύονταν κάθε τέτοιου είδους πράξη.
     Οι καλεσμένοι, μαζί με τις ευχές τους για το νεοφώτιστο, άφηνε ο καθένας ό, τι μπορούσε ως δώρο: ίσως ένα μικρό κομμάτι ύφασμα για να ράψουν οι γυναίκες του σπιτιού ρουχαλάκι, ή ακόμη και χειροποίητα πλεκτά πασουμάκια, ζακετούλες, κα.
Μετά την τελετή, και αφού όλοι οι «σπιτιάτοι» κινούσαν για το σπίτι που θα έτρωγαν για το χαρμόσυνο γεγονός, τα παιδιά πάλι έτρεχαν μπροστά για να πάρουν τα σχαρίκια και από τη μητέρα, που δεν γνώριζε τι είχε συμβεί. Η οικογένεια συνήθιζε να ψήνει κατσίκι, που το κρατούσε για το σκοπό αυτό. Και αν το παιδί ήταν αγόρι, συνήθως υπήρχαν και όργανα, οι κλαριντζήδες του χωριού, και το τραπέζωμα εξελισσόταν σε γλέντι.
     Κατά την παράδοση, μετά την βάπτιση, η μητέρα δεν έπρεπε να ξεπλύνει το παιδί από το λάδι. Μετά από τρεις ημέρες, η μητέρα μπορούσε να πλύνει το βρέφος κρατώντας το νερό το οποίο έπρεπε να πετάξει είτε στο ποτάμι, είτε στο χώμα. Όπου δεν πατά ανθρώπου πόδι.
     Μετά την βάπτιση, το μωρό ντυμένο με τα βαπτιστικά του πήγαινε στην εκκλησία με τον νονό και τους γονείς του. Για τρεις συνεχόμενες Κυριακές μετά την Βάπτιση το νεοφώτιστο θα έπρεπε να κοινωνήσει. Μαζί οι γονείς έπαιρναν και την λαμπάδα. Για όση ώρα είναι στην εκκλησία, η λαμπάδα θα έπρεπε να είναι αναμμένη. Την τρίτη φορά την άφηναν εκεί να καεί ολοσχερώς.



Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ

Το παλιό γραμμόφωνο του παππού και της γιαγιάς είναι ακόμα εκεί στη θέση του ! Για να μας θυμίζει αυτή την αλλιώτικη, την περασμένη εποχή! Δε λειτουργεί πλέον, δεν το θυμάμαι να λειτουργεί, αλλά... πόσες ιστορίες έχω ακούσει γι' αυτό!
Από τις πρώτες πρωινές ώρες στα χωράφια και στα ζώα μέχρι το βαθύ απόγευμα οι κάτοικοι του χωριού δούλευαν ασταμάτητα. Μερικές φορές –κυρίως τον χειμώνα– φτιάχνοντας καλάθια και για να μη νιώθουν μοναξιά, τραγούδαγαν «για να περάσει η ώρα». Το καλοκαίρι όμως, που έβγαινε το γλυκό φεγγάρι, οι οικογένειες μεταξύ τους, οι παρέες με το τσιπουράκι τους και οι νέοι για τις κοπέλες του χωριού τραγούδαγαν και πέρναγαν πολύ όμορφα...
Στο χωριό δεν υπήρχε κανένα μουσικό όργανο μέχρι και το τέλος του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Μόνο στα διάφορα πανηγύρια, στις σημαντικές γιορτές του έτους, στις απόκριες και στους γάμους ερχόντουσαν κάποιοι βιολιστές και λαουτιέρηδες από τις γύρω περιοχές. Αν ξεκινήσουμε από πιο παλιά για να δούμε ότι στα αστικά κέντρα της Ελλάδας, δεν υπήρχε πλήθος μουσικών οργάνων. Με την επανεγκατάσταση των Λαγκιωτών, σιγά- σιγά ήρθε και η διάθεση για μουσική και ψυχαγωγία στη ζωή, γιατί, ας μην ξεχνάμε, η Φτώχεια θέλει καλοπέρασηΚάθε σπίτι σχεδόν είχε φωνόγραφο, ή γραμμόφωνο. Το γραμμόφωνο ήταν η κύρια ψυχαγωγική συσκευή μετά τα κλαρίνα και τα νταούλια στο χωριό. Γλεντούσαν μ' αυτό στις οικογενειακές συγκεντρώσεις και τις βεγγέρες. Μπορούσαν ακόμα και να το πάρουν στα υπαίθρια πανηγύρια ή τις εκδρομές. Δεν ήταν δύσκολο. Με μανιβέλα λειτουργούσε χειροκίνητα. Φυσικά, μαζί με το γραμμόφωνο υπήρχε και μια παρτίδα δίσκων 78 στροφών με μεγάλες επιτυχίες της εποχής, και οι οποίες μας δείχνουν την μουσική που άκουγαν –μεταξύ άλλων– οι κάτοικοι του χωριού. 
Τι γιορτές και τι γλέντια γίνονταν με το γραμμόφωνο! Τι πάρτι! Και φυσικά δεν έχαναν ευκαιρία να χορεύουν τα "ακολλτά" (κολλητά!) Κια να οι μπόσα νόβα, το τουίστ και το τσα τσα! Πόση νοσταλγία κρύβουν τα λόγια και το βλέμμα των "μεγάλων" όταν διηγούνται τέτοιες στιγμές! 
Ας το ακούσουμε λοιπόν!


Να πως ακουγόταν ο φωνόγραφος σε πολύ γνωστό τραγούδι της εποχής:

Το γελεκάκι
        Το γελεκάκι οπου φορείς
        εγώ στο ’χω ραμμένο
        με πίκρες και με βάσανα
        τό 'χω φοδράρισμένο

        ’Αντε το μαλώνω το μαλώνω
        άντε κ’ ύστερα το μετανοιώνω
        άντε το μαλώνω και το βρίζω
        άντε την καρδούλα του ραγίζω

        Φόρατο μωρό μου, φόρατο μικρό μου
        γιατί δε θα το ξαναφορέσεις άλλο πια
        Φόρατα για νά 'σαι, για να με θυμάσαι
        για μετάξι έχω τα σγουρά σου τα μαλλι

Κι ένα "ευρωπαϊκό":