Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΑΣ ΤΟΠΟΣ

Καλωσορίσατε στον τόπο μας. Στη Λάγκα. Η Λάγκα είναι ένα χωριό χωμένο μέσα στο δάσος, στους πρόποδες των Οντρίων και ταυτόχρονα του Γράμμου, σε ένα απαράμιλλης ομορφιάς τοπίο, στην Καστοριά. Σε όλους εσάς που παρακολουθείτε συστηματικά ή όχι τα τεκτενόμενα του χωριού μας, σας εύχομαι καλή περιήγηση. Το blog αυτό είναι καθαρά λαογραφικό και περιγραφικό τόσο της σύγχρονης όσο και της παλιάς ζωής της Λάγκας. Γιατί δεν πρέπει να χαθούν οι παραδόσεις και η ιστορία μας. Χωρίς αυτά, χωρίς να γνωρίζουμε την κληρονομιά μας, δεν μπορούμε να υπάρχουμε σαν ξεχωριστοί άνθρωποι, σαν συγχωριανοί και πηγαίνοντας πιο μακριά, ακόμα και σαν έθνος.
Καλωσορίσατε λοιπόν και ελάτε να κάνουμε βόλτα μαζί στη Λάγκα του πριν και του τώρα...

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Η ΚΟΝΑ/ Η ΚΟΠΕΛΑ

Η Μαρμαρωμένη Κοπέλα (Κόνα)

Είναι εκπληκτικό το πως η φαντασία των ανθρώπων ταιριάζει τα πάντα γύρω της σύμφωνα με τις ιδέες και τα θέλω του μυστηριακού νου, που βλέπει παντού το υπερφυσικό και θέλει να το εντάξει στην ζωή και την ιστορία των κατοίκων κάθε τόπου. 
Έτσι, όχι μακριά από τη Λάγκα, ανάμεσα στο Πετροπουλάκι και τον Βράχο υπάρχει η Κόνα, ένας βράχος που κρύβει μέσα του όλη την φαντασία των παλιών ανθρώπων, που έβγαλαν όλη την πίκρα απέναντι στους άγριους κατακτητές, και δη τους Τούρκους. Έτσι λοιπόν, δημιουργήθηκε η Κόνα. 
Με ευκαιρία της επίσκεψής μας σ' εκείνο τον βράχο που φυλάει πίσω του ολόκληρο οροπέδιο, θυμηθήκαμε την παλιά ιστορία. Αναγνωρίσαμε στον βράχο την κοπέλα που κλαίει την κακή της μοίρα και το ζοφερό της πεπρωμένο. Για εκατοντάδες χρόνια στέκει αγέρωχη και δεν αφήνει να ξεχαστεί η ανάμνησή της.

Ο θρύλος έχει ως εξής:
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε γεννηθεί μια κοπέλα τόσο όμορφη,όσο οι νεράιδες που ζούν στα Όντρια. Ήταν το στολίδι όλων των χωριών της περιοχής. Οι  γονείς της δεν την άφηναν ποτέ μόνη όταν έβγαινε έξω απο το σπίτι, ακόμα και στη βρύση για νερό.
Όμως μια μέρα που ο πατέρας της έλειπε στη δουλειά του, αυτή πήγε να πάρει νερό με τη στάμνα. Εκεί την είδε ένας Τούρκος αρβανίτης και την άρπαξε. Αντιστάθηκε η κοπέλα και κάποια στιγμή ξέφυγε από τα χέρια του Τούρκου και άρχισε να τρέχει και όπου τη βγάλει. Φώναζε βοήθεια, είχε καταματώσει από τα αγκάθια και τις πέτρες, αλλά κανείς δεν άκουγε την αγωνία της.
Με τον Τούρκο στο κατόπι της έφτασε στα Όντρια. Είχε κουραστεί και δεν έβλεπε δρόμο διαφυγής. Μόνο ο απότομος βράχος ήταν μπροστά της. Άρχισε να τον σκαρφαλώνει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγει του διώκτη της, που όλο και την πλησίαζε. Σαν ανέβηκε στο βράχο, είδε ότι τελικά ήταν παγιδευμένη στάθηκε ανήμπορη στην άκρη του βράχου. Σκέφτηκε να αφεθεί να πέσει, αλλά προσευχήθηκε με όλη της την ψυχή στον Κύριο να τη σώσει. Και μόλις έφτασε κοντά της ο Τούρκος, η προσευχή της εισακούστηκε και έγινε το θαύμα. Στα μάτια του μπροστά, η κοπέλα μεταμορφώθηκε σε βράχο.
Ακόμα και σήμερα, η κοπέλα στέκεται αγέρωχα πάνω στο βράχο και ατενίζει τον δρόμο που φιδοσέρνεται χαμηλά, στους πρόποδες του βουνού. Και όποιος διαβάτης σηκώσει το βλέμμα του, βλέπει καθαρά την σιλουέτα της να στέκεται ενάντια στον αέρα, τον ήλιο και την βροχή. Από την κοπέλα εκείνη, που το όνομά της ξεχάστηκε στους αιώνες, πήρε το όνομά της όλη εκείνη η περιοχή. ΚΟΠΕΛΑ τη λένε. ΚΟΝΑ την φωνάζουν ακόμα.
Η Κόνα όπως φαίνεται από το φράγμα του Βράχου.

Η Κοπέλα στην πίσω όψη είναι ένας κοινός βράχος στην άκρη του γκρεμού.
                                                

Όμως όταν την αντικρίσεις από μπροστά, αρχίζει και δείχνει το πρόσωπό της.

Κοιτάζει αγέρωχη τον τόπο που έμελλε να γίνει η παντοτινή κατοικία της.

Η θλίψη κυριαρχεί στο πρόσωπό της. Σταυρώνει τα χέρια  της στον κόρφο της μήπως και γλιτώσει από την κακή μοίρα που της έλαχε.
                                               

Πάντα θλιμμένη για την καταραμένη ομορφιά, για την ζωή που την περίμενε και δεν έζησε, για την αδικία που της έγραφε το κακό ριζικό της. Το όνομά της ξεχάστηκε στο πέρασμα των αιώνων, αλλά η ιστορία της επιμένει και σήμερα να μας θυμίζει το πεπρωμένο των αδυνάτων. 

Πόση φαντασία χρειάστηκε να δημιουργηθεί αυτός ο θρύλος γιατί αυτή η πέτρα μοιάζει με θλιμμένο κορίτσι. και πόση αλήθεια άραγε να κρύβει ο θρύλος....

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΚΛΗΔΩΝΑΣ ΣΤΗ ΛΑΓΚΑ


     Είναι ένα αρχαιοελληνικό έθιμο. Αυτό και μόνο δείχνει ότι οι ρίζες του χάνονται στο πέρασμα των αιώνων. Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και του οποίου η πρώτη γραπτή περιγραφή ανέρχεται στους βυζαντινούς χρόνους.
     Ο «Κλήδωνας» είναι μια λαϊκή μαντική διαδικασία, από τις πιο τελετουργικές όλων των παραδόσεων του τόπου μας, σύμφωνα με τον οποίο αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου.
      Η ίδια η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου, «κλήδων» ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, και κατ' επέκταση το άκουσμα σιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής, στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
Λάβαινε χώρα την ημέρα του Αγίου Ιωάννη, στις 24 Ιουνίου. Ανήμερα λοιπόν του Άι- Γιάννη πρωί- πρωί, τα μικρά και μεγάλα κορίτσια  έβγαιναν από το σπίτι με τα γκιούμια στο χέρι. Πήγαιναν στις βρύσες του χωριού, στον Πάνω ή στον Πέρα μαχαλά, για να φέρουν νερό στο σπίτι. Όταν έφταναν στη βρύση, πρώτα δροσίζονταν οι ίδιες βρέχοντας το πρόσωπο και τα μαλλιά τους με το τρεχούμενο νερό. Αφού γέμιζαν το γκιούμι με νερό, έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής. Έπειτα πήγαιναν και μάζευαν γιαννάκια.
Εικόνα: η Ελένη Καλύβα (μετέπειτα σύζυγος Αλ. Παπαϊωάννου με γιαννάκια στο χέρι και αφού έφερε νερό για τον Κλήδωνα)
     Αυτή η διαδικασία γινόταν με τη συνοδεία ενός αυτοσχέδιου τραγουδιού, που τα λόγια ήταν πάνω- κάτω τα εξής:
«Ο Άι- Γιάννης έρχεται
με τα γιαννάκια τα μυρωδάτα,
πάμε και μαζεύουμε έξω στα χωράφια.
ερχόμαστε στο σπίτι, κάνουμε σταυρό-
τον βάζουμε στην πόρτα.
Κι έχουμε κι άλλα μαζωμένα,
τα βάζουμε στο μαξιλάρι από κάτω,
για να δούμε ποιον άντρα θα πάρουμε».
     Βλέπουμε λοιπόν ότι το νερό μόνο αμίλητο δεν ήταν. Μάλλον χιλιοτραγουδισμένο. Και στόλιζαν το γκιούμι με τα γιαννάκια.
      Όταν επέστρεφαν στο σπίτι, όλοι οι νοικοκυραίοι- μεγάλοι και μικροί- δροσίζονταν με αυτό το νερό. Το ίδιο έκαναν και στο σπίτι. Το ράντιζαν από πάνω ως κάτω με αυτό το νερό. Έπαιρναν μερικά γιαννάκια, τα έπλεκαν σε σχήμα σταυρού, και τα κρεμούσαν στην εξωτερική πόρτα να τους φυλάει ο Αι- Γιάννης από κάθε κακό.
     Όμως, τα κορίτσια φρόντιζαν να κρατήσουν κάποια γιαννάκια για τον εαυτό τους. Και αυτό, γιατί υπήρχε η συνήθεια της μαντείας γάμου. Όπως έλεγαν και στο τραγούδι τους, έβαζαν τα υπόλοιπα γιαννάκια κάτω από το μαξιλάρι που κοιμούνταν για να ονειρευτούν το βράδυ τον άντρα που θα παντρεύονταν η καθεμιά.
     Τόσο πολύ σημαντική θεωρούνταν η γιορτή του Αι- Γιάννη στη λαογραφία του χωριού μας.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ 7/ 6/ 2020

Καλημέρα φίλοι μου. Tης Πεντηκοστής σήμερα και βοήθειά μας. Το ποίμνιο μαζεύτηκε στον Ιερό Ναό να τιμήσει τους νεκρούς που σήμερα εισέρχονται για άλλη μια φορά στον Κάτω Κόσμο μετά από 50 ημέρες στην επιφάνεια της Γης. Η μεγάλη γιορτή αυτή είναι και ονομαζόμενη και πιο ευρέως γνωστή ως Ρουσάλια.
Πιστοί στην παράδοση οι Λαγκιώτες παρευρέθηκαν και τίμησαν αυτήν τη μέρα, και ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον "Να σχωρεθούν τα πεθαμένα τους".











ΡΟΥΣΑΛΙΑ:
    
        Η γιορτή της Πεντηκοστής. Οι Λαγκιώτες πίστευαν ότι από την Ανάσταση ως την ημέρα της Πεντηκοστής, οι ψυχές κυκλοφορούσαν ελεύθερες στον Απάνω Κόσμο για πενήντα ημέρες. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική μας παράδοση, μετά την Ανάσταση η Παναγία ικέτευσε τον Ύψιστο να κάνει κάτι και για τις ψυχές των νεκρών. Αυτός, χάρη στην Παναγία επέτρεψε στις ψυχές να κυκλοφορούν ως την ημέρα της Πεντηκοστής ανάμεσά μας. 
Την ημέρα εκείνη λοιπόν, οι Λαγκιώτες μαζεύονταν όλοι στην εκκλησία κρατώντας κλαδιά       καρυδιάς και τριαντάφυλλα. Επίσης οι γυναίκες του χωριού έκαναν κάθε είδους γλυκό της        εποχής, λαγγίτες, πίτες, σαραγλιά, κ.α.
Να φάνε οι ψυχές και να ευχαριστηθούν πριν μπουν στον Κάτω Κόσμο. Γι’ αυτό το λόγο, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της Πεντηκοστής γονατίζουμε τρεις φορές. Είναι για να μη δούμε τις ψυχές που είναι ανάμεσά μας και φεύγουν για τον Κάτω Κόσμο. Τα Ρουσάλια λοιπόν είναι η μεγάλη γιορτή των Λαγκιωτών που αποχαιρετούν τις ψυχές και τις γλυκαίνουν τώρα που φεύγουν. Μετά φυσικά όλα τα γλυκά τα τρώγανε οι πιστοί και ευλογούσαν τις ψυχές. Τα μοίραζαν και τα αντάλλαζαν έξω από την εκκλησία με ευχές «για να σχωρεθούν τα πεθαμένα τους».
Προέλευση: Τα  Rosalia ή Rosaria ήταν ειδωλολατρική γιορτή των αρχαίων Ι­ταλών για τη λατρεία των νεκρών. Γινόταν την εποχή που υπάρχουν άφθονα τριαντάφυλλα, τον Μάιο, Ιούνιο. Η λέξη Rosalia προέρχεται από τη λατινική  rosa, που σημαίνει ρόδο, τρια­ντάφυλλο. Οι αρχαίοι Ιταλοί πήγαιναν στα νεκροταφεία, στόλιζαν τα μνήματα με πολλά τριαντάφυλλα, έκαναν τελετές για τους νε­κρούς και θυσίαζαν ζώα. Μετά τις νεκρικές τελετές και τις θυσίες ακολουθούσαν διασκεδάσεις και ευωχίες.
    Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τα Rosalia μεταφέρθη­καν στην Ελλάδα, στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία. Οι Ελληνικοί και Ελληνόφωνοι πληθυσμοί εξελλήνισαν τη λατινική λέξη Rosalia με την ελληνική Ρουσάλια. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η γιορτή αυτή εκχριστιανίστηκε, και διατηρήθηκε στους Βυζαντινούς.