Όταν πλησίαζε ο
συμφωνημένος χρόνος της βάφτισης, γινόταν γνωστό στο χωριό το γεγονός
από στόμα
σε στόμα. Έτσι κι αλλιώς ήταν όλοι οι κάτοικοι του χωριού καλεσμένοι.
Νονός (νούνος όπως
έλεγαν στο χωριό), ήταν αυτός που είχε στεφανώσει το ζευγάρι. Μάλιστα, κατά
παράδοση, ήταν ο ίδιος, ή κάποιος από την οικογένειά του που βάφτιζε και τα
υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας. Αυτό τότε ήταν πολύ εύκολο, γιατί οι
υποχρεώσεις του νουνού δεν ήταν μεγάλες, και έχαιρε του πλήρους σεβασμού από
πλευράς της οικογένειας.
Την καθορισμένη λοιπόν
ώρα της βάφτισης, ο πατέρας του μωρού με τη μητέρα του (την πεθερά της νύφης)
πήγαιναν το μικρό στην εκκλησία. Η μητέρα έμενε πίσω στο σπίτι και ασχολούνταν
με το εορταστικό τραπέζι. Δεν πήγαινε στην εκκλησία.
Εκεί, περίμενε ο νούνος, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να έχει το
λαδόπανο και μια καινούρια φορεσιά για το βαφτιστήρι του. Φυσικά και το κερί.
Έναντι λαμπάδας, αφού τότε δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα, αλλά δεν υπήρχαν
και λαμπάδες. Παραλάμβανε το μωρό, και του έδινε όποιο όνομα ήθελε. Πολύ σπάνια
υπήρχε συνεννόηση με τους παππούδες ή τους γονείς. Το μόνο σίγουρο όμως είναι
ότι δεν έδινε ονόματα παππούδων ή γιαγιάδων εν ζωή στα παιδιά, γιατί υπήρχε η
πίστη ότι αφού βρέθηκε ο αντικαταστάτης, ο παππούς ή η γιαγιά ήρθε η ώρα να
πεθάνει. Οπότε ο νονός έβγαζε ό, τι όνομα ήθελε, και αν είχε επιλογή, κάποιου
παππού ή γιαγιάς που είχαν αποδημήσει.
Μόλις λοιπόν ο παπάς άκουγε το όνομα και το φώναζε, τα παιδιά που
βρίσκονταν τριγύρω έτρεχαν κατευθείαν στον πατέρα και φωνάζοντας το όνομα του
παιδιού, ζητούσαν τα σχαρίκια, τα νομίσματα που τους έδινε ο πατέρας για να τα
ευχαριστήσει που του γνωστοποίησαν το όνομα. Κατά τη διάρκεια της τελετής, το
μωρό κουρεύονταν για πρώτη φορά, αφού ως τότε απαγορεύονταν κάθε τέτοιου είδους
πράξη.
Οι καλεσμένοι, μαζί με
τις ευχές τους για το νεοφώτιστο, άφηνε ο καθένας ό, τι μπορούσε ως δώρο: ίσως
ένα μικρό κομμάτι ύφασμα για να ράψουν οι γυναίκες του σπιτιού ρουχαλάκι, ή
ακόμη και χειροποίητα πλεκτά πασουμάκια, ζακετούλες, κα.
Μετά την τελετή, και αφού όλοι οι «σπιτιάτοι» κινούσαν για το
σπίτι που θα έτρωγαν για το χαρμόσυνο γεγονός, τα παιδιά πάλι έτρεχαν μπροστά
για να πάρουν τα σχαρίκια και από τη μητέρα, που δεν γνώριζε τι είχε συμβεί. Η
οικογένεια συνήθιζε να ψήνει κατσίκι, που το κρατούσε για το σκοπό αυτό. Και αν
το παιδί ήταν αγόρι, συνήθως υπήρχαν και όργανα, οι κλαριντζήδες του χωριού,
και το τραπέζωμα εξελισσόταν σε γλέντι.
Κατά την παράδοση, μετά την βάπτιση, η
μητέρα δεν έπρεπε να ξεπλύνει το παιδί από το λάδι. Μετά από τρεις ημέρες, η
μητέρα μπορούσε να πλύνει το βρέφος κρατώντας το νερό το οποίο έπρεπε να
πετάξει είτε στο ποτάμι, είτε στο χώμα. Όπου δεν πατά ανθρώπου πόδι.
Μετά την βάπτιση, το μωρό ντυμένο με τα
βαπτιστικά του πήγαινε στην εκκλησία με τον νονό και τους γονείς του. Για τρεις
συνεχόμενες Κυριακές μετά την Βάπτιση το νεοφώτιστο θα έπρεπε να κοινωνήσει. Μαζί οι γονείς έπαιρναν
και την λαμπάδα. Για όση ώρα είναι στην εκκλησία, η λαμπάδα θα έπρεπε να είναι
αναμμένη. Την τρίτη φορά την άφηναν εκεί να καεί ολοσχερώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου