13 Απριλίου
1944. Η οργή και η αγριότητα των Γερμανών ξεσπάει αυτήν την ημέρα σε δύο ακόμα
χωριά του τόπου μας. Η γερμανική μπότα διέλυσε με μανία άλλα δύο ελληνικά
κέντρα με την υποψία ότι αποτελούσαν άντρα περίθαλψης και υπόκρυψης ανταρτών-
επαναστατών κατά του ζυγού του κατακτητή. Πολύ κακό.
Η καταστροφή
αρχίζει από το Κωσταράζι.
Οι γερμανικές
υπηρεσίες στην Θεσσαλονίκη είχαν την πληροφορία ότι κάποιος Δημήτριος Γάβρος,
μυλωνάς από το Κωσταράζι υπέθαλπτε
αντάρτες, και μάλιστα τους είχε με μπαταρία από το μύλο του για τον ασύρματό
τους. Έτσι, λαμβάνοντας αυτήν την πληροφορία υπόψην τους, έδωσαν την εντολή να
οργανωθεί η επιχείρηση εναντίον του Κωσταραζίου για την σύλληψη του εν λόγω
μυλωνά. Ο φρούραρχος Καστοριάς Χίλντενμπραντ ανέθεσε στο Λοχία
της Στρατιωτικής Χωροφυλακής Μίχαελ Έμπνερ, την οργάνωση της επιχείρησης ώστε
να συλληφθεί ο Γάβρος, ή ακόμα και να θανατωθεί, και να καταστραφεί ο μύλος
του.
12
Απριλίου
Διακόσιοι Γερμανοί
στρατιώτες από το Αμύνταιο και ο Έμπνερ μετέβησαν στο Κωσταράζι. Τους
συνδόδευαν και περίπου πενήντα κομιτατζήδες.
Νωρίς το
πρωί κινήθηκαν οι Γερμανοί. Κτηνοτρόφοι που βρίσκονταν σε κάποιο ύψωμα που
ονομαζόταν Σκάλα τους είδαν να έρχονται από τη τοποθεσία ''Φούσια''.
Ειδοποίησαν τρέχοντας το χωριό. Λίγοι κάτοικοι είχαν απομείνει στο χωριό.
Οι περισσότεροι το είχαν εγκαλατείψει από μέρες πριν, όταν έγινε το Ολοκαύτωμα
στην Κλεισούρα. Όσοι λοιπόν είχαν απομείνει, κατέφυγαν στο βουνό.
Οι Γερμανοί τους
αντιλήφθηκαν και κατέλαβαν θέσεις στα ριζά της Σκάλας. άρχισαν αν πυροβολούν όσους
έτρεχαν να σωθούν. Τότε σκοτώθηκε ο Δημήτριος Τσότσος του Θωμά, δώδεκα
ετών μόνο. Από τυφλά πυρά.
Όταν έπαυσαν
ταπυρά, ο οι εναπομείναντες κάτοικοι υποχρεώθηκαν να συγκεντρωθούν στην
κεντρική πλατεία του χωριού Ο Έμπνερ τους διαβεβαίωσε πως δε θα τους
τιμωρήσει, εφόσον ειδοποιήσουν και τους φυγάδες και επιστρέψουν όλοι στο
χωριό. Αυτούς που αποζητούσε ήταν ο μυλωνάς Γάβρος και ο Ανδρέας Μότσιος,
συνέταιρός του. Χρησιμοποίσησε κιόλας την απειλή ότι θα εκτελέσει είκοσι κατοίκους αν δεν επανέλθουν
οι ζητούμενοι. Την εντολή της επιστροφής εκτέλεσε ο Δημήτριος (Τάκας) Τσιτσής,
τον οποίο έντυσαν σταλευκά για να γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμος. Και η αλήθεια
είναι ότι πολλοί επέστρεψαν, αλλά όχι οι καταζητούμενοι. Το επόμενο βήμα ήταν
να σταλεί η σύζυγος του Γάβρου, και το κόλπο έπιασε. Μαζί της επέστρεψε και
αυτός. Όχι όμως ο συνέταιρος, ο οποίος και γλίτωσε την ζωή του. Αμέσως τον
συνέλαβαν και τον ανέκριναν. Με ότι συνεπάγετο μια γερμανική ανάκριση. παρόλα
αυτά δεν ομολόγησε και εκτελέστηκε σε δημόσια θέα στη θέση «Ζολώτα» μέσα στο
Κωσταράζι.
Μέσα στην
όλη ατυχία, φτάνει και μια νέα γερμανική φάλαγγα από την κοζάνη. Βλέποντας όμως
3 φωτοβολίδες στον ουρανό, σημάδι ότι όλα έβαιναν καλώς, ματαίωσε την επιχείρηση
και επέστρεψε στην βάση της χωρίς να πάθει κανείς το παραμικρό. Η υπάρχουσα
φάλαγγα των γερμανών διανυκτέρευσε στο Κωσταράζι.
13 Απριλίου
Νωρίς το
πρωί, οι Γερμανοί διέταξαν:
«Όλοι οι κάτοικοι του χωριού να το
εγκαταλείψουν και να συγκεντρωθούν στ’
Μπελλ’ τ’ Γκουρτσιά (Τρανή Στράτα). Όσοι δεν το εγκαταλείψουν και
βρεθούν μέσα στο χωριό θα εκτελεστούν». Το μήνυμα μεταδόθηκε πρώτα με το χτύπημα
της καμπάνας που προμήνυε κίνδυνο και θάνατο.
Ξεκίνησε η
συγκέντρωση των χωριανών σ’ αυτήν την τοποθεσία, ως μακάβρια πομπή, με όλους
τους ασθενείς κάθε ηλικίας, ακόμα και λεχώνες να ανεβαίνουν το ύψωμα με τα
νεογέννητα παιδιά τους αγκαλιά, και το μέλλον να διαγράφεται ζοφερό και πολύ
σύντομο. Απόλυτος τρόμος! Προετοιμάζονταν να συναντήσουν τον δημιουργό τους,
αναρωτώμενοι τι έφταιξαν. Αλλά, η γερμανική μπότα είχε την απάντηση: θέλημα του
κατακτητή. Και διασκέδαζαν με μια σαδιστική διάθεση, προκαλώντας ακόμα
περισσότερο φόβο στους άτυχους χωριανούς. Και ενώ οι κάτοικοι περίμεναν να
εκτελεστούν κατά την γενική κρίση, είδαν μόνο καπνό μαύρο να ανεβαίνει από την
κατέυθυνση του χωριού τους. Κάηκε πρώτα η εκκλησία. Καθώς έιχε πυρποληθεί
ολόκληρο το χωριό, 2 νήπια που είχαν απομείνει πίσω μαζί με τους υπερήλικες
παππούδες τους που τα φρόντιζαν, κάηκαν κι όλοι μαζί. Κατά άλλες μαρτυρίες
απλώς εκτελέστηκαν από τους «Ναζίδες».
Ο διοικητής
της Διλοχίας τως SS που είχε έρθει προς ενίσχυση των γερμανικών
δυνάμεων, πρότεινε να εκτελεστούν όλοι οι κάτοικοι του Κωσταραζίου. μόλις είχε
επιχειρήσει να εκκαθαρίσει το Σινιάτσικο. Ο Μιχαέλ Εμπνερ, εσωσε τους δύστυχους
ανθρώπους. Αλλά, φεύγοντας οι Γερμανοί πήραν μαζί τους αιχμαλώτους στην
Καστοριά 76 άνδρες, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και ο πρόεδρος του χωριού
λεωνίδας Βύρος, καθώς και ο αντιπρόεδρος Γιάννης Μιχαλάκας «για να μην τους
πάρουν οι αντάρτες». Μια βδομάδα κράτησε η αιχμαλωσία τους, καθώς αποφασίστηκε
να απελευθερωθούν κατόπιν ενεργειών του Μητροπολίτη καστορίας Νικηφόρου, του
Νομάρχη Καστοριάς Πέτροβα Και του Γερμανού Χίλντενμπραντ, ως ακίνδυνοι για το
καθεστώς.
Το
αποτέλεσμα ήταν να καεί ολοσχερώς το χωριό, και απαγορεύτηκε η επανάκτιση και
κατοίκησή του. Ο λόγος που επικαλέστηκαν οι κατακτητές τραγελαφικός: «οι μεν κάτοικοι είναι καλοί, αλλά το χωριό
είναι κλεφτοχώρι». Σώθηκαν κάποια ερείπια μαζί μ’ αυτά του Δημοτικού
Σχολείου.
Το
αποτέλεσμα ήταν, οι κάτοικοι να μετοικήσουν στα γύρω χωριά, καθώς και στα
κέντρα του νομού, Καστοριά και Άργος, τουλάχιστον όσο κράτησε η Γερμανική
Κατοχή κα ήσαν πλέον ελεύθεροι να ξαναχτίσουν αλλού τα νοικοκυριά τους.
Διακόσια
εξήντα τρία σπίτια καταστράφηκαν και σώθηκαν με μικρές ζημιές μόνο δέκα
τέσσερα. Οι πυροπαθείς οικογένειες ήταν διακόσιες εβδομήντα επτά.
Ο θανατικός
απολογισμός της ημέρας υπήρξε ο εξής:
Μαλαματή
Μπίτια ετών 90
Δημήτριος
Τσούγκος ετών 73
Ιωάννης
Νατσούλης ετών 70
Δημήτριος
Γάβρος ετών 54
Νικόλαος
Τσόκος ετών 14
Αικατερίνη
Βλάχου ετών 06
Παντελής
Αδάμ ετών 04
Δέκα μέρες αργότερα, αφέθηξαν ελεύθεροι οι εβδομήντα έξι άντρες, και
όλοι μαζί εγκατέλειψαν πλέον τον κατεστραμμενο τους τόπο και μετοίκησαν στα γύρω
χωριά, το Άργος Ορεστικό και την Καστοριά, μέχρι το τέλος της Κατοχής.
Εικόνα 1: Παλαιό Κωσταράζι
Η καταστροφή
συνεχίζεται στον Γέρμα.
Εν τω
μεταξύ, μόλις οι Γερμανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν το Κωσταράζι την 13η
Απριλίου, μετέβησαν στον Γέρμα.
Ο Γέρμας
ήταν ένας πολύπαθος τόπος από την εισβολή των Ιταλών κι έπειτα. Τα χρόνια της
Κατοχής ήταν δεινά γι’ αυτούς. Ιταλοί, κομιτατζήδες και Γερμανοί περνούσαν σε
τακτά διαστήματα και άφηναν το ανόσιο χνάρι τους. Επίσης, υπήρξαν και
αντίποινα των Γερμανών. Πιο νωρίς. Το 1943.
Αντίποινα;
Απάντηση: Σκοτώθηκαν στο ρέμα εκεί, ο Κίτσος ο Χρήστος, αυτόν είχαν
σκοτώσει...
Ερώτηση: Γιατί;
Απάντηση: Είχε γίνει μια μάχη στην Κορησό, ο Υψηλάντης είχε χτυπήσει μία
φάλαγγα των Γερμανών, και είχε πιάσει 2- 3 Γερμανούς. Αιχμαλώτους.
Ερώτηση: Τους είχε καθαρίσει;
Απάντηση: Όχι, δεν τους καθάρισε. Τους έφερε εδώ στο χωριό.
Ερώτηση: Εδώ τους είχε φέρει; Α, γι’ αυτό.
Απάντηση: Και οι Γερμανοί για αντίποινα, για να αναγκάσει τον Υψηλάντη να
αφήσει ελεύθερους τους Γερμανούς, - δεν τους πείραξαν ύστερα τους Γερμανούς,
είχαν πιάσει τον Δημοσθένη τον Παναγιώτου, τον Τσιόγκα τον Στέργιο, που τον
είχαν τραματίσει κιόλας, και για μεγάλη του τύχη ας πούμε, η σφαίρα πέρασε
ανάμεσα από καρδιά και πνεύμονα. Τον Σκραπάρα τον Σφαίρα είχαν πιάσει, Βαγγέλη
τον έλεγαν. Αυτός μέσα στο χωριό γυρνούσε και μάζευε αβγά και ψωμί για τους
Γερμανούς. Τον έβαζαν οι Γερμανοί να κάνει τέτοια δουλειά. Μόλις έλεγες όχι...
Η τελευταία
φορά ήταν εκείνη η 13η Απριλίου.
Ο λόγος ήταν
ότι υπήρχαν πληροφορίες για ύπαρξη πυρήνα ανταρτών που υποκινούσαν τις
δολιοφθορές και επιθέσεις κατά των Γερμανών. Πέρα για πέρα αληθινό γεγονός. Ο
Γέρμας βρισκόταν στην σφαίρα επιρροής του Υψηλάντη- κατά κόσμον Αλέξανδρου
Ρόσιου, και η βούληση για ελευθερία είχε οδηγήσει πολλούς κατοίκους του χωριού
να εισχωρήσουν στις τάξεις των ανταρτών για να προσφέρουν στην Εθνική Αντίσταση.
Και δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Γερμανοί εισέβαλλαν στον Γέρμα.
Εικόνα: Ο καπετάν Υψηλάντης πρώτος καθιστός από αριστερά
Διατάχθηκε η
πυρπόληση του χωριού, χωρίς να εξαιρεθεί ούτε ένας ναός, ούτε μία οικία, επειδή
θεωρούνταν εν δυνάμει ορμητήρια των αναρτών. Και στ’ αποκαΐδια, οι Γερμανοί
έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν.
«Εμείς, μόλις έφυγαν οι Γερμανοί, τους είδαμε
ότι φεύγουν. Αφού έφυγαν προς τα κάτω προς το Βογατσικό κοντά, καταλάβαμε ότι
φεύγουν, ότι παν για Καστοριά. Και άρχισαν να φωνάζουν. Φώναζαν όλοι: «Βγέστε έξω!
Βγέστε από το δάσος! Έφυγαν οι Γερμανοί!» Και αυτό έγινε, χωρίς να έχουμε
πληροφορίες πολλές. Και τι να κάνουμε τίποτα. Είχαμε λίγα ζώα, είχαμε πρόβατα.
Τα είχαμε αφήσει εδώ.
Ερώτηση: Τα βρήκατε ζωντανά;
Απάντηση: Τα βρήκαμε ζωντανά. Άνοιξαν την πόρτα για να τα πάρουν,
δεν ξέρω τι έγινε και τ’άφησαν μοναχά τους. Κι έφυγαν και πήγαν κάτω στο
ποτάμι. Στη βρύση είχαν πάει. Ήξεραν εκεί. Και τα είχαμε δει εμείς από το
Κεράσοβο, από πάνω που ήμασταν».
Μαρτυρία
Αντιποίνων:
«Οι Γερμανοί. Τα έκαψαν όλα εδώ. Και τα δικά μας. Όπως την
Κλεισούρα. Ο τρόπος ήταν να καίνε και να σφάζουν ώσπου να δώσει ο σύνδεσμος το
σύνθημα, τη σφαίρα. Έριξαν την φωτοβολίδα και σταμάτησε η σφαγή. Λοιπόν, από
εκεί ύστερα ήρθαν εδώ. Ευτυχώς είχαμε φύγει το χωριό πάνω στα βουνά στα βράχια
και ήρθαν κι έβαλαν φωτιά το χωριό. Το ‘καψαν.
Ερώτηση: Γιατί να κάψουν οι Γερμανοί; Τι ήθελαν απ’ το Γέρμα;
Απάντηση: Γιατί; Περνώντας κάτω στη γέφυρα, ήταν μια ενέδρα αντάρτες.
Σκότωσαν 2 Γερμανούς εκεί. Ήρθαν και πήραν απ’ το χωριό άντρες, στο αρχηγείο...
Ερώτηση: Εδώ, Γερμανιώτες, απ’ το χωριό, ποιους σκότωσαν οι Γερμανοί;
Σκότωσαν ανθρώπους;
Απάντηση: Σκότωσαν τρία- τέσσερα παιδιά.
Ερώτηση: Ποιοι ήτανε;
Απάντηση: Ένας Χρήστος Τσιόγκας. Όχι, Χρήστος ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός.
Ο Στέργιος ήταν. Πηγαίνοντας κάτω στο Βογατσικό εκεί στα μαντριά εκεί τους
σκότωσαν. 3- 4 ήταν. Ήταν και ο Πρώιος ο Σιδέρης.
Ερώτηση: Όταν σας εκτόπισαν, που πήγατε;
Απάντηση: Εγώ στο Βογατσικό πήγα.
Ερώτηση: Γιατί σας εκτόπισαν;
Απάντηση: Για να μην τροφοδοτούμε τους αντάρτες.
Ερώτηση: Οπότε εκεί στη γέφυρα κάτω, περνούσαν 3- 4 παιδιά. Ήταν και ο
αδελφός μου.
Απάντηση: Ποιος ήταν ο αδελφός σας; Πως τον έλεγαν;
Ερώτηση: Κωνσταντίνος Τάσιος. Πείραξαν ένα μηχάνημα εκεί και σκοτώθηκαν
και τα 3 παιδιά.
Απάντηση: Ποιοι ήταν άλλοι; Θυμάστε να μου πείτε; Πέρα απ’ τον αδελφό σας;
Ποιοι άλλοι ήταν;
Ερώτηση: Λάζος Παπαβασιλείου. Ζούλης τον λέγαμε εδώ. Κι ένα Βογατσιώτικο.
3 παιδιά.»
Εικόνα: Σπίτι του Γέρμα που φιλοξενούσε αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης
Εσωτερική
μαρτυρία για τα αντίποινα αυτά:
"Οι Γερμανοί.
Ερώτηση: Πως τον σκότωσαν; Που τον βρήκαν; και γιατί;
Απάντηση: Επειδή μας... Βοσκούσε τα πρόβατα...
Ερώτηση: Ποιος ήταν ο αδελφός σας είπαμε;
Απάντηση: Σιδέρης. Σιδέρης Πρώιος.
Ερώτηση: Ποιοι άλλοι ήταν εκεί που βοσκούσαν τα πρόβατα;
Απάντηση: 3 άτομα.
Ερώτηση: Ποιοι ήταν οι άλλοι;
Απάντηση: Ο ένας ήταν γαμπρός μας από πρώτη ξαδέρφη.
Ερώτηση: Πως τον έλεγαν;
Απάντηση: Χρήστος Κίτσος και Στέργιος Τσόγκας. Ήταν στο Βογατσικό και
κούρευαν τα πρόβατα. Πήγαν να βάλουν σε μαντριά ξένα τα πρόβατα να μην
κοιμηθούν έξω, 3 άτομα. Και τους φώναξαν. «Ελάτε εδώ», τους λένε. Και πήγαν. Κατέβηκε
πρώτος ο αδελφός μου. Λέει: «Τι θέλετε;» Άγριοι όμως πολύ. Άγρια τους μίλησαν.
«Ελάτε κι εσείς εδώ», τους είπαν. «Ταυτότητες!» Ταυτότητα ο αδελφός μου είχε. Ο
γαμπρός μου όμως δεν είχε ταυτότητα. Να σου πω γιατί δεν είχε; Την ταυτότητα
την έδωσε γιατί μας είχαν στείλει κάτι πράγματα από την Αμερική, και με την
ταυτότητα μπορούσες να πας και να τα πάρεις. Έτσι δεν είχε την ταυτότητα το παιδί.
Και ο άλλος ήταν κουνιάδος της αδελφής μου. Τσιόγκας λέγεται εκείνος. Τα είπαν
τα παιδιά: «Αυτός είναι αντάρτης». Επειδή δεν ειχε ταυτότητα. Άρχισαν αν κλαίνε
τα παιδιά. Ο αδελφός μου έκλαιγε. «Έχω 3 αδελφές μικρές», λέει. «Ο πατέρας μου
είναι άρρωστος. Μη με σκοτώνετε», λέει. Ο άλλος έιπε: «Έχω 3 μήνες
παντρεμένος». Αυτός που τον σκότωσαν. 25 χρονών ήταν εκείνος, 21 ο αδελφός μου.
Ο κουνιάδος της αδελφής μου είχε 17 χρόνια. Λοιπόν. Ο κουνιάδος της αδελφής μου
όταν τον πυροβόλησαν έπεσε νωρίτερα. Και του ‘ριξαν χαριστική και γλίτωσε. Είχε
κι έναν άλλον αδελφό, ο Νικόλας ο Τσιόγκας. Ήταν μικρότερος εκείνος. 13 χρονών.
Μόλις είδε τα παιδιά που τους μάλωναν, αυτός έφυγε από πάνω. Αυτός γλίτωσε. Πάει
το βράδυ, αυτοί ήταν σκοτωμένοι, πως κατέβηκε το παιδί και τον πήρε τον αδελφό
του!
Ερώτηση: Τον ζωντανό;
Απάντηση: Τον ζωντανό! Και κοίταξε τους άλλους, πεθαμένοι, όλοι. Τον
κοιτάζει αυτόν: «Πάρε με», του λέει. Τον πήρε ζωντανό, τον πήγε μακριά. Στο
βουνό.
Ερώτηση: Α, δεν τον πήγε στο Βογατσικό;
Απάντηση: Που στο Βογατσικό; Ήταν οι Γερμανοί, πέρα- δώθε. Αλλά, μας είπαν
την άλλη μέρα ότι σκότωσαν τα παιδιά. «Τι κάθεστε; Σκοτωμένα είναι». Πήγαμε
ύστερα για να τα φέρουμε και να τα θάψουμε. Πηγμαε σ’ αυτούς πάλι, στους
Γερμανούς. Ήταν πολλοί εκεί. «Θα πάρετε καρότσι μεγάλο, θα βάλετε άσπρη σημαία,
να πάτε να πάρετε τα παιδιά σας», μας είπαν. Πήγαν, πήραν τα παιδιά, τα ‘θαψαν.
Αυτό ήταν. Το ’44.
Άλλη
μαρτυρία αντιποίνων και εκτέλεσης:
«Απάντηση: Όχι. Εδώ μόνιμοι δεν κάθονταν ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι Ιταλοί. Έρχονταν,
έκαναν τις εχθροπραξίες αυτές, έκαιγαν τα σπίτια, αυτά, και το ’44 ήρθε
αποκλειστικά ένα συγκρότημα, μας έκαψε το χωριό και έφυγαν. Και μετατόπισαν το
χωριό στο Βογατσικό, για να μην έχουν επαφή οι αντάρτες. Αλλά τον πατέρα μου
όμως, τον πήραν, πρέπει να ήταν το ’43 την άνοιξη, δεν θυμάμαι καλά, ή το ’43 ή
το ’44 την άνοιξη. Μάθαμε εδώ στο χωριό ότι έρχονται οι Γερμανοί απ’ το
Κωσταράζι. Και θα κατεβούν και στο χωριό. Πέρασαν απ’ το Κωσταράζι και σκότωσαν
τον παπά και τον πρόεδρο. Κι έρχονταν να σκοτώσουν κι εδώ τον πρόεδρο. Που
ήταν- ο πρόεδρος, ο καθεαυτού πρόεδρος, ήταν ένας πρώτος ξάδελφος της μάνας
μου. Παπαϊωάννου Αλέξανδρος. Λοιπόν, επειδή αυτός ήταν μπλεγμένος αριστερός, έφυγε.
Γνώριζαν οι Γερμανοί ότι ο πρόεδρος του Γέρμα είναι αριστερός. Να πάνε να τον
σκοτώσουνε. Όπως επίσης γνώριζαν ότι ο πρόεδρος που έφυγε είναι αριστερός και
αυτός που είναι τώρα είναι δεξιός.
Ερώτηση: Ο πατέρας σας.
Απάντηση: Ο πατέρας μου, δηλαδή. Ήρθαν οι Γερμανοί, δεν θυμάμαι πόσοι
ήταν, πρέπει να ήταν αρκετοί, κι έκαναν μπλόκο το χωριό και μάζεψαν όλους τους
άντρες στην πλατεία του χωριού. Μέσα εκεί ήταν όλοι οι καπεταναραίοι, όλοι οι
διοργανωταί, όλοι οι κομμουνισταί του χωριού ήταν εκεί. Και τον πατέρα μου τον
ήραν για να τους καταδώσει έξω απ’ το χωριό σ’ έναν αχυρώνα. Να τον ανακρίνουν.
Να προδώσει ποιοι είναι οι καπεταναραίοι οι κομμουνισταί του χωριού.
Ερώτηση: Ποια ήταν
η μέθοδος ανάκρισης; τι του ‘καναν;
Απάντηση: Τον έκλεισαν τα μάτια, απ’ ότι έλεγε, και τον ρωτούσε ο
Γερμανός:
-
«Πες μας
ποιοι είναι οι καπεταναραίοι εδώ πέρα».
-
«Δεν ξέρω.
Δεν ξέρω γιατί εγώ είναι οικογενειάρχης άνθρωπος, έχω τρία παιδιά, δεν
ασχολούμαι μ’ αυτά τα πράγματα».
Ξανά,
δεύτερη φορά. Ήταν και ο διερμηνέας εκεί πέρα.
Ερώτηση: Ο διερμηνέας ποιος ήταν; Από εδώ ήταν;
Απάντηση: Όχι. δικός τους. Δεν τον γνώριζα εγώ. Τον ξαναρωτούν. Τα ίδια. Τον
ξαναρωτάει για τρίτη φορά ο Γερμανός. Ε, Θεού φώτιση ήταν, λέει ο πατέρας μου:
-
«Σας
ορκίζομαι στο όνομα του Χριστού, δεν ξέρω τίποτα».
Κι απ’ ότι έλεγε, στο άκουσμα...
Ερώτηση: Αχ, συγκινήθηκε τώρα, συγγνώμη γι’ αυτό.
Απάντηση: Δεν πειράζει. Όταν άκουσε ο Γερμανός το όνομα Χριστός, ρώτησε
τον διερμηνέα τι λέει για τον Χριστό. Και εξήγησε ο διερμηνέας ότι επικαλείται
το όνομα του Χριστού, δεν ξέρει τίποτα. Κι αυτό ήταν που τον έσωσε. Τον έσωσε. Τον
έλυσαν τα μάτια και τον άφησαν ελέυθερο. Χωρίς βέβαια να καταδώσει κανέναν από
τους χωριανούς. Αυτά ήταν τα περιστατικά που έχουν σχέση με την οικογένειά μας
και γενικότερα με το χωριό.»
Τρεις μέρες
διήρκεσε η καταστροφή. Τρεις μέρες έμειναν οι γερμανοί στο χωριό, ώσπου να
σιγουρευτούν ότι καταστράφηκε και δεν ήταν κατοικίσιμο ούτε στο ελάχιστο. «Τρεις μέρες Έκαιγαν το χωριό, κάτι ζώα,
πρόβατα που ήταν τα μάζευαν, τα ‘σφαζαν, τα ‘ψηναν και τα ‘τρωγαν».
Ο θανατικός
απολογισμός της ημέρας υπήρξε ο εξής:
Αναστάσιος
Παπαδημητρίου ετών 87
Αγνή
Τσίκαλα ετών
80
Μαρίκα
Τσιώνη ετών 75
Νικόλαος
Κουλιούμπας ετών 75
Θωμαή
Κατσάνου ετών 65
Σοφία
Βούδρα ετών 60
Βασίλειος
Καπατριώτης ετών 37
Συρέκας
Καπατριώτης έτους 1 (υιός Βασιλείου)
ΟΙ κάτοικοι
του Γέρμα μετοίκησαν στο Βογατσικό, όπου βγήκαν φιλοξενία στις οικίες των εκεί
κατοίκων που άνοιξαν τις πόρτες τους απλόχερα στη δυστυχία των συντοπιτών τους.
Και θα
κλείσω με την ευχή που έδιναν όλοι οι άνθρωποι που ευγενικά μου παραχώρησαν τις
αναμνήσεις τους. Ανεξαίρετα.
ΤΕΤΟΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΡΘΟΥΝ
ΠΗΓΕΣ:
ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ
ΑΘΩΩΝ,
Στράτος Δορδανάς
ΙΑΥΕ. 1943-
44, φάκελος 2, 1ος υποφάκελος: Γενική Επιθεώρησις Νομαρχιών, Περ. Γεν. Διοικ.
Μακεδονίας, «Έκθεσις», Απρίλιος 1944
ΙΑΥΕ. 1943-
44, φάκελος 2, 6ος υποφάκελος: Υπουργείο Εσωτερικών, «Δελτίον Αδικημάτων και
Συμβάντων τις 12- 13/ 4/ 1944
Προσωπικό
Αρχείο συνεντεύξεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου