Καλημέρα φίλοι μου. Κρύωσε πια ο καιρός, και όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν κάνει, δε μας ζεσταίνει με τίποτα. Το μόνο που φέρνει κάποια θαλπωρή είναι η γλυκιά ανάμνηση της γιαγιάς κοντά στο τζάκι ή την ξυλόσομπα, να μας μαζεύει γύρω της και να την παρακαλάμε να μας πει παραμύθια. Δεν ήθελε και πολλά παρακάλια βέβαια, κι έτσι ξεκινούσε πάντα με την φράση: Ήταν μια φορά κι έναν καιρό... Ακούστε λοιπόν τι έχει να μας πει σήμερα:
Ο λ ύ κ ο ς η α λ ε π ο ύ κ ι ο γ ά ι δ α ρ ο ς
Ήτανε μια φορά ένας γάιδαρος παχύς και θρεμμένος και βοσκούσε στο λιβάδι. Τον βλέπει μια αλεπού και τον ορέχτηκε. Πάει στο λύκο :
-Έλα να δεις λύκο ένα γάιδαρο. Άμα πράμα για φαί !
Πάει ο λύκος βλέπει τον γάιδαρο κι άρχισαν να τρέχουν τα σάλια του.
-Ξέρεις τι να κάνουμε λύκο; λέει η αλεπού.
-Τι; Εσένα κόβει το κεφάλι σου.
-Να αγοράσουμε μια βάρκα και να τη φορτώσουμε ελιές, να πάρουμε τον γάιδαρο μαζί για ναύτη και , άμα βγούμε στο πέλαγος, να τον φάμε ! Άιντε συ, σύρε να πάρεις μια βάρκα κι εγώ πάω να συμφωνήσω με τον γάιδαρο.
Πάει ο λύκος, αγοράζει μια βάρκα, τη φορτώνει ελιές. Πάει κι η αλεπού , παίρνει τον γάιδαρο, κατεβαίνουν στο γυαλό, μπαίνουν μέσα στη βάρκα.
Όταν έφτασαν καταπέλαγα, λέει η αλεπού :
-Καλά, εμείς τώρα ταξιδεύουμε , αμ ποιος ξέρει αν θα πάμε ζωντανοί . Για καλό και για κακό ελάτε να εξομολογηθούμε.
Γίνεται ο λύκος πνευματικός, ξομολογά την αλεπού πρώτα.
-Τι αμαρτίες έκαμες κυρά αλεπού;
-Έκλεψα κάμποσες κότες, κι έφαγα κάτι άλλα αγριμέλια, λαγοί , μαγοί, κουνέλια. Να ! Τέτοια πράγματα έπνιξα κι έφαγα.
-Δεν κάνεις δουλειά σου κυρά αλεπού , σκουλήκια τση γης έφαγες. Έλα τώρα, ξεμολόγα με κι εσύ.
-Λέγε, τι αμαρτίες έκαμες;
-Έφαγα κάμποσα πρόβατα, κάμποσα κατσίκια, κάμποσα γελάδια.
-Α, μικρά πράγματα. Σκουλήκια τση γης.
Ύστερα , λέει ο λύκος στον γάιδαρο :
-Έλα και συ, κυρ γάιδαρε, να μας πεις τι αμαρτίες έχεις;
-Εγώ, λέει ο γάιδαρος, μια φορά όντας φορτωμένος μαρούλια, γύρισα κι έκοψα ένα φύλλο, γιατί τα λιμπίστηκα και το ‘φαγα!
- Α ! κυρ γάιδαρε, είπανε κι οι δυο μαζί :
Έφαγες το μαρουλόφυλλο χωρίς λάδι, χωρίς ξύδι ....και πώς δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι !
-Η αμαρτία σου είναι μεγάλη και πρέπει να σε φάμε !
-Βρε αμάν!
-Όχι, πρέπει να σε φάμε !
-Καλά, λέει ο γάιδαρος, μόνο ο πατέρας μου, όταν πέθανε μου έδωκε μια γραφή και την έχω εδώ στου ποδαριού μου το πέταλο . Έλα κυρ λύκε, διάβασέ την, για να ιδώ τι μου γράφει, κι ύστερα φάγε με !
Σηκώνει το πισινό του το ποδάρι, πάει ο λύκος να διαβάσει, του πατεί μια κλωτσιά στα μούτρα, πάρ’ τον μέσ’ τη θάλασσα.
Η αλεπού βλέποντας αυτά πηδά κι αυτή μέσ’ τη θάλασσα για να γλυτώσει, πνίγονται κι οι δύο κι έτσι απόμεινε η βάρκα με τις ελιές στο γάιδαρο.
Κι έζησε αυτός καλά, κι εμείς καλύτερα.
Πόσο τυχερή αισθάνομαι ειλικρινά που γράφω αυτές τις αναμνήσεις! Για να μη σβήσουν στη λησμονιά και ξεχάσουμε τις παραδόσεις μας. Γιατί είναι μέρος της ζωής μας και του τρόπου που μεγαλώσαμε, και που δυστυχώς έχει ξεφτίσει τόσο, που αχνοφαίνεται πια, ακόμα και σε εμάς που ζήσαμε τέτοιες καταστάσεις.
Καλή συνέχεια να έχετε φίλοι μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου